- συμφόρηση
- (Ιατρ.). Μεγάλη συγκέντρωση αίματος στα αγγεία ενός οργάνου (υπεραιμία). Αν το αίμα που μαζεύτηκε είναι αρτηριακό, η σ. λέγεται ενεργητική ή αρτηριακή. Αν όμως το αίμα έμεινε στο όργανο και στάλωσε στις φλέβες, λέγεται παθητική ή φλεβική. Στην αρτηριακή σ. το όργανο ή το μέρος του σώματος είναι κατακόκκινο, ζεστό, παρουσιάζει σφυγμό και διευρυμένα αγγεία. Η σ. αυτή προκαλείται από τοξικές ουσίες, παθογόνα μικρόβια και νευρικές διαταραχές. Η φλεβική σ. οφείλεται σε πιέσεις πάνω στις φλέβες από όγκους ή ελαττωματική απορροφητικότητα. Ως λαϊκή έκφραση, ο όρος σ. σημαίνει μάζεμα αίματος στον εγκέφαλο, που προκαλεί παροδικές παραλύσεις στα άκρα και το πρόσωπο.
* * *η / συμφόρησις, -ήσεως, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συ(μ)φόρεση Ν [συμφορῶ]νεοελλ.1. ιατρ. απότομη και υπέρμετρη συσσώρευση αίματος σε μια περιοχή τού σώματος, όπου μπορεί να προκληθεί αύξηση τού όγκου τών ιστών και αλλοίωση τών λειτουργιών2. βιολ. κίνηση συλλογικής μεταφοράς, όπως είναι η κίνηση τής ομάδας σπερματίδων σε ένα κύτταρο Σπερτολι3. φρ. α) «ενεργητική συμφόρηση»ιατρ. συμφόρηση αρτηριακής προέλευσης, που αποτελεί την πρώτη αντίδραση σε μια τοπική προσβολή, λ.χ. λοίμωξη ή κάκωσηβ) «παθητική συμφόρηση»ιατρ. συμφόρηση οφειλόμενη σε παρεμπόδιση τής φλεβικής κυκλοφορίας ή σε ατελή κένωση τού δεξιού κόλπου τής καρδιάς και η οποία εκδηλώνεται με αύξηση τού όγκου τού οργάνου που αφορά και, στη συνέχεια, με διύδρωση πλάσματος στους γειτονικούς ιστούςγ) «πνευμονική συμφόρηση» — συμφόρηση που εκδηλώνεται με αμβλύτητα τής πάσχουσας περιοχής κατά την επίκρουση και με τρίζοντες ή υποτρίζοντες ρόγχους κατά την ακρόαση και η οποία είναι είτε ενεργητική είτε παθητικήδ) «εγκεφαλική συμφόρηση»ιατρ. η αποπληξίαμσν.1. συνδυασμός, ένωση2. ανάμιξηαρχ.1. συσσώρευση2. σωρός πραγμάτων ή πλήθος ανθρώπων3. συλλογή («τὰς ἐπιστήμας συμφόρησιν νενομίκαμεν προτάσεων εἶναι», Πλωτίν.).
Dictionary of Greek. 2013.